σκαριφησμός — ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. σκαριφηθμός και σκαρφηθμός, Α ελαφρό και πρόχειρο σχεδίασμα ιχνογράφηση, σκίτσο νεοελλ. ιατρ. πρόκληση αμυχών ή νυγμών στο δέρμα, χωρίς να συνοδεύονται συνήθως από αιμορραγία, για εκτέλεση δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων … Dictionary of Greek
σκαριφησμοῖς — σκαριφησμός a scratching up masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαριφησμοῖσι — σκαριφησμός a scratching up masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαριφησμοί — σκαριφησμός a scratching up masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρίφημα — το, ΝΜΑ [σκαριφῶμαι] νεοελλ. 1. ελαφρό και πρόχειρο ιχνογράφημα, σχέδιο, σκίτσο 2. παλαιότερη ονομασία τού χρονογραφήματος, αλλ. σκαλάθυρμα μσν. αρχ. ξύσιμο, σκαριφησμός* … Dictionary of Greek
σκαριφηθμός — ὁ, Α βλ. σκαριφησμός … Dictionary of Greek
σκαριφισμός — ο, Ν [σκαριφίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαριφίζω, χάραγμα, ξύσιμο 2. ιατρ. σκαριφησμός 3. εθνολ. τελετουργική επιφανειακή χαραγή τού δέρματος, κυρίως στο πρόσωπο, που εφαρμόζεται από ορισμένους λαούς ως ένδειξη τής κλάσης ηλικίας… … Dictionary of Greek
σκαρφηθμός — ὁ, Α βλ. σκαριφησμός … Dictionary of Greek